-
1 παράρτημα
[парартима] ουσ. о. прибавление, приложение, отделение.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παράρτημα
-
2 отделение
отделение с 1) (часть помещения, филиал) το τμήμα* το διαμέρισμα· το παράρτημα* \отделение милиции το τμήμα πολιτοφυλακής* почтовое \отделение το ταχυδρομείο· приёмное \отделение η αίθουσα παραλαβής ασθενών ( στο νοσοκομείο) 2) (концерта) το μέρος* * *с1) (часть помещения, филиал) το τμήμα; το διαμέρισμα; το παράρτημαотделе́ние мили́ции — το τμήμα πολιτοφυλακής
почто́вое отделе́ние — το ταχυδρομείο
приёмное отделе́ние — η αίθουσα παραλαβής ασθενών (στο νοσοκομείο)
2) ( концерта) το μέρος -
3 приложение
-
4 филиал
-
5 вкладка
-и θ.1. ένθεση, βάλσιμο μέσα.2. παράρτημα•журнальная вкладка παράρτημα στο εσωτερικό περιοδικού.
-
6 добавление
1. (процесс) η πρόσθεση, η προσθήκη 2. (κ тексту) το συμπλήρωμα, το παράρτημα, η προσθήκη 3. (примеси) см. добавка.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > добавление
-
7 дополнение
1. (пополнение) το συμπλήρωμα, η συμπλήρωση 2. мат. το συμπλήρωμα, το παραπλήρωμα 3. (το, чем дополнено, прибавление) το παράρτημα, η προσθήκη 4. грам. το αντικείμενο, косвенное - έμμεσο -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дополнение
-
8 надставка
η (επι)πρόσθεση, η προσθήκη, η επέκταση, το παράρτημα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > надставка
-
9 отдел
το τμήμα, το παράρτημαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отдел
-
10 отделение
1. (разделение) о διαχωρισμός 2. (отгороженная часть помещения) о χώρος, το διαμέρισμα, το χώρισμαпомповое - мор. см. насосное -3. (часть предприятия, учреждения) το τμήμα, το παράρτημα, (филиал) το υποκατάστημαпочтовое - το ταχυδρομείο, το ταχυδρομικό γραφείο4. муз. το μέρος 5. мед. η πτέρυγαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отделение
-
11 приложение
1. (дополнение) το συμπλήρωμα, το παράρτημα, η συμπλήρωση 2. (прикладывание) η εφαρμογή, η χρήση 3. грам. η παράθεση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приложение
-
12 филиал
το παράρτηματο υποκατάστημαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > филиал
-
13 фирма
η εταιρεί/αη επιχείρηση· Генеральный директор - ы γενικός διευθυντής της - αςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фирма
-
14 добавление
добав||лениес1. (действие) ἡ πρόσθεση [-ις], ἡ προσθήκη·2. (то, что добавляется) τό συμπλήρωμα, τό παράρτημα / ἡ προσθήκη (приложение):в \добавлениеление к сказанному συμπληρωματικά σ' αὐτά πού ἐλέχθησαν примечания и \добавлениеления σημειώσεις καί προσθήκες. -
15 дополнение
дополнениес1. τό συμπλήρωμα, ἡ ιπλήρωση [-ις] / τό παράρτημα, ἡ προ-ίκη (добавление):в \дополнение συμπληρωματι·2. грам. τό ἀντικείμενο[ν]:прямое τό ἄμεσο[ν] ἀντικείμενο [ν]· ко́свен-:\дополнение τό ἔμμεσο[ν] ἀντικείμενο[ν]. -
16 дочерний
дочерн||ийприл τής θυγατέρας· ◊ \дочернийее предприятие τό παράρτημα ἐπιχείρησης. -
17 приложение
приложениес1. (действие) ἡ ἐφαρμογή, ἡ χρησιμοποίηση / τό σφράγισμα, τό βάλσιμο σφραγίδας (печати)·2. (κ журналу и т. ἡ.) τό παράρτημα·3. грам. ἡ παράθεση [-ις]. -
18 пристройка
пристройкаж τό παράρτημα οίκήμα-τος, ἡ πρόσθετη οίκοδομής. -
19 филенка
филенкаж стр. ἡ πήχη. < филиал м τό παράρτημα/ τό ὑποκατά· στημα (магазина). -
20 экстренный
э́кстренн||ыйприл ἔκτακτος:\экстренный выпуск ἡ ἐκτακτη ἐκδοση, τό παράρτημα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
παράρτημα — anything hanging at the side neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράρτημα — ατος, το, ΝΑ [παραρτώ] καθετί που είναι προσαρτημένο σε κάτι, προσάρτημα νεοελλ. 1. ο, τιδήποτε αποτελεί προσθήκη, συμπλήρωμα σε κάτι, εξάρτημα (α. «παράρτημα σχολής» β. «παράρτημα εγκυκλοπαιδικού λεξικού») 2. φρ. «παράρτημα εφημερίδας» έκτακτη… … Dictionary of Greek
παράρτημα — το, ατος 1. εξάρτημα, προσθήκη: Στο παράρτημα της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως δημοσιεύτηκε η απόφαση. 2. έκτακτη έκδοση εφημερίδας: Για το συνταραχτικό νέο κυκλοφόρησε παράρτημα των εφημερίδων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραρτήμασιν — παράρτημα anything hanging at the side neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραρτήματα — παράρτημα anything hanging at the side neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εφημερίδα της Κυβερνήσεως — Όργανο των επίσημων δημοσιεύσεων του κράτους, το οποίο εκδίδεται από το 1833. Ιδρύθηκε με βασιλικό διάταγμα της 1/13 2 1833 της Βαυαρικής Αντιβασιλείας. Από το 1896 υπάγεται στο υπουργείο Οικονομικών (προηγουμένως εξαρτιόταν από το υπουργείο… … Dictionary of Greek
Dionysis Savvopoulos — Dionysis Savvopoulos, 2007. Dionysis Savvopoulos (Greek: Διονύσης Σαββόπουλος) (born 2 December 1944) is a Greek music composer, lyricist and singer.[1] He was born in Thessaloniki. In 1963 he moved to … Wikipedia
Dionysis Savvopoulos — (2007) Dionysis Savvopoulos (griechisch Διονύσης Σαββόπουλος, * 2. Dezember 1944 in Thessaloniki) ist ein griechischer Komponist, Musiker und Sänger. Savvopoulos ist bekannt für das Verbinden unterschiedlicher Musikstile. Einerseits verbinde … Deutsch Wikipedia
Savvopoulos — Dionysis Savvopoulos Dionysis Savvopoulos (griechisch Διονύσης Σαββόπουλος); (* 2. Dezember 1944 in Thessaloniki) ist ein griechischer Komponist, Musiker und Sänger. Savvopoulos ist bekannt für das Verbinden unterschiedlicher Musikstile.… … Deutsch Wikipedia
Септуагинта — Септуагинта: фрагмент текста книги Есфири из Синайского кодекса … Википедия
Meister der Demetrius-Kirche in Saloniki — Meister der Demetrius Kirche in Saloniki: Hl. Demetrius und Stifter (Bischof und Statthalter von Saloniki), Fresko in der Demetrius Kirche in Saloniki, 6./7. Jahrhundert, Graeco byzantinische Werkstatt … Deutsch Wikipedia